- παραδαίνυμαι
- παραδαίνῠμαι, [tense] aor. 1 -εδαισάμην,A dine with, τινι Simm.1.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραδαίνυμαι — ΜΑ τρώγω μαζί με κάποιον, συντρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δαίνυμαι «τρώγω»] … Dictionary of Greek